χουβαρδάς
Смотреть что такое "χουβαρδάς" в других словарях:
κουβαρντάς — και κουβαρδάς και χουβαρδάς, ο 1. αυτός που ξοδεύει με απλοχεριά για τους άλλους, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος 2. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντζές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda] … Dictionary of Greek
χοβαρδάς — ο, Ν κουβαρντάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. κουβαρντάς* / χουβαρδάς] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
κουβαρδάς — κουβαρδάς, ο και κουβαρντάς, ο και χουβαρδάς, ο (λ. τουρκ.), γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)